ξυρός: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
(27) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» | |lstext='''ξῠρός''': ὁ, [[σπάνιος]] καὶ μεταγεν. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «[[παροιμία]] πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ [[ὄνος]] εἰς ἄχυρα» Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]]. | |mltxt=[[ξυρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ξυράφι]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η [[παροιμία]] «[[ὄνος]] εἰς ἄχυρα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. αττ. τ. της λ. [[ξυρόν]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 6 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A = ξυρόν, Archipp.45, Alciphr.3.66, v.l. in AP11.288 (Pall.) ; ξ. εἰς ἀκόνην, prov. of lucky meetings, Suid.
German (Pape)
[Seite 283] nach Hesych. adjectivisch, ὀξύς, ἰσχνός. ὁ, seltenere u. spätere Form = Vorigem; Archipp. bei Poll. 10, 177; D. Hal. 3, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠρός: ὁ, σπάνιος καὶ μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., Ἄρχιππος ἐν «Ρίνωνι» 3· ξυρὸς εἰς ἀκόνην, «παροιμία πρὸς τοὺς ὧν βούλονται τυγχάνοντας, ὁμοία τῇ ὄνος εἰς ἄχυρα» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ξυρός, ὁ (Α)
1. ξυράφι
2. παροιμ. «ξυρὸς εἰς ἀκόνην» — λεγόταν για άτομα που επιτυχαίνουν αυτά που επιθυμούν, όπως η παροιμία «ὄνος εἰς ἄχυρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. αττ. τ. της λ. ξυρόν.