αναρθρία: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(4) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να μη μπορεί [[κάποιος]] να αρθρώσει κατανοητή [[ομιλία]] λόγω νευρικής βλάβης των [[μυών]] που συνεργούν στην [[παραγωγή]] του προφορικού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] σφρίγους, [[ατονία]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να μη μπορεί [[κάποιος]] να αρθρώσει κατανοητή [[ομιλία]] λόγω νευρικής βλάβης των [[μυών]] που συνεργούν στην [[παραγωγή]] του προφορικού λόγου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] σφρίγους, [[ατονία]].<br /><b>(II)</b><br />η (Α [[ἀναρθρία]]) [[ἄναρθρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδυναμία]] για [[άρθρωση]] κανονικής ομιλίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] μελών του σώματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἀναρθρία)
νεοελλ.
το να μη μπορεί κάποιος να αρθρώσει κατανοητή ομιλία λόγω νευρικής βλάβης των μυών που συνεργούν στην παραγωγή του προφορικού λόγου
αρχ.
έλλειψη σφρίγους, ατονία.
(II)
η (Α ἀναρθρία) ἄναρθρος
νεοελλ.
αδυναμία για άρθρωση κανονικής ομιλίας
αρχ.
αδυναμία μελών του σώματος.