εννέωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐννέωρος]], -ον (Α) (επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εννέα]] ετών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] έτη<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] ένατο [[έτος]] (ο στιχ. <b>Ομ. Οδ.</b> τ. 179 «[[Μίνως]] [[ἐννέωρος]] βασίλευε Διὸς μεγάλου [[ὀαριστής]]» [[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b> σημαίνει: ο [[Μίνως]] βασίλευε, που συναντιόταν με τον Δία [[κάθε]] ένατο [[έτος]])<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκεται σε ώριμη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], [[παλαιός]]<br />δηλ. το [[εννέα]] [[πρέπει]] να νοηθεί γενικώς ως [[στρογγυλός]] [[αριθμός]] («ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο» — [[ασκί]] από εννιάχρονο [δηλ. ακμαίο, ώριμο, μεγάλο] [[βόδι]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αλλά]] [[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b> [[εννέωρος]] = <i>πεντέτηρος</i>, [[πέντε]] ετών, [[γιατί]] τη λ. <i>ώρος</i> θεώρησε ως σημαίνουσα όχι ένα [[έτος]], [[αλλά]] μισό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εννέα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ώρα</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐννέωρος]], -ον (Α) [[ώρα]]<br />αυτός που διαρκεί [[εννέα]] ώρες («ἐννέωροι νύκτες», <b>Ηρωδιαν.</b>).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἐννέωρος]], -ον (Α) (επικ. επίθ.)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εννέα]] ετών<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[εννέα]] έτη<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται [[κάθε]] ένατο [[έτος]] (ο στιχ. <b>Ομ. Οδ.</b> τ. 179 «[[Μίνως]] [[ἐννέωρος]] βασίλευε Διὸς μεγάλου [[ὀαριστής]]» [[κατά]] τον <b>Πλάτ.</b> σημαίνει: ο [[Μίνως]] βασίλευε, που συναντιόταν με τον Δία [[κάθε]] ένατο [[έτος]])<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκεται σε ώριμη [[ηλικία]], [[ακμαίος]], [[παλαιός]]<br />δηλ. το [[εννέα]] [[πρέπει]] να νοηθεί γενικώς ως [[στρογγυλός]] [[αριθμός]] («ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο» — [[ασκί]] από εννιάχρονο [δηλ. ακμαίο, ώριμο, μεγάλο] [[βόδι]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[αλλά]] [[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b> [[εννέωρος]] = <i>πεντέτηρος</i>, [[πέντε]] ετών, [[γιατί]] τη λ. <i>ώρος</i> θεώρησε ως σημαίνουσα όχι ένα [[έτος]], [[αλλά]] μισό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εννέα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ώρα</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐννέωρος]], -ον (Α) [[ώρα]]<br />αυτός που διαρκεί [[εννέα]] ώρες («ἐννέωροι νύκτες», <b>Ηρωδιαν.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἐννέωρος, -ον (Α) (επικ. επίθ.)
1. αυτός που έχει ηλικία εννέα ετών
2. αυτός που διαρκεί εννέα έτη
3. αυτός που γίνεται κάθε ένατο έτος (ο στιχ. Ομ. Οδ. τ. 179 «Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής» κατά τον Πλάτ. σημαίνει: ο Μίνως βασίλευε, που συναντιόταν με τον Δία κάθε ένατο έτος)
4. παθ. (για ζώα) αυτός που βρίσκεται σε ώριμη ηλικία, ακμαίος, παλαιός
δηλ. το εννέα πρέπει να νοηθεί γενικώς ως στρογγυλός αριθμός («ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο» — ασκί από εννιάχρονο [δηλ. ακμαίο, ώριμο, μεγάλο] βόδι, Ομ. Οδ.)
5. αλλά κατά τον Αριστοτ. εννέωρος = πεντέτηρος, πέντε ετών, γιατί τη λ. ώρος θεώρησε ως σημαίνουσα όχι ένα έτος, αλλά μισό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ωρος < ώρα].
(II)
ἐννέωρος, -ον (Α) ώρα
αυτός που διαρκεί εννέα ώρες («ἐννέωροι νύκτες», Ηρωδιαν.).