δεσμώ: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(9)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δεσμῶ, -έω) [[δεσμός]]<br /><b>φρ.</b> «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» — το [[δικαίωμα]] τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν [[άφεση]] αμαρτιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δένω]] κάποιον με [[δεσμά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άρθρωση]]) [[πάσχω]] από [[αγκύλωση]].———————— <b>(II)</b><br />δεσμῶ (-όω) (AM)<br /><b>βλ.</b> [[δεσμώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM δεσμῶ, -έω) [[δεσμός]]<br /><b>φρ.</b> «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» — το [[δικαίωμα]] τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν [[άφεση]] αμαρτιών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δένω]] κάποιον με [[δεσμά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[άρθρωση]]) [[πάσχω]] από [[αγκύλωση]].<br /><b>(II)</b><br />δεσμῶ (-όω) (AM)<br /><b>βλ.</b> [[δεσμώνω]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(AM δεσμῶ, -έω) δεσμός
φρ. «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» — το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών
νεοελλ.
φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» — εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του
αρχ.-μσν.
δένω κάποιον με δεσμά
αρχ.
(για άρθρωση) πάσχω από αγκύλωση.
(II)
δεσμῶ (-όω) (AM)
βλ. δεσμώνω.