αντίον: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(5)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντίον]], το (AM) [[αντί]]<br /><b>1.</b> κυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού, το [[αντί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ολόκληρος]] ο [[υφαντικός]] [[ιστός]], ο αργαλιός.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀντίον]] <b>επίρρ.</b> (AM)<br /><b>βλ.</b> [[αντίος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀντίον]], το (AM) [[αντί]]<br /><b>1.</b> κυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού, το [[αντί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ολόκληρος]] ο [[υφαντικός]] [[ιστός]], ο αργαλιός.<br /><b>(II)</b><br />[[ἀντίον]] <b>επίρρ.</b> (AM)<br /><b>βλ.</b> [[αντίος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀντίον, το (AM) αντί
1. κυλινδρικό όργανο του υφαντικού ιστού, το αντί
αρχ.
ολόκληρος ο υφαντικός ιστός, ο αργαλιός.
(II)
ἀντίον επίρρ. (AM)
βλ. αντίος.