άσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσαρκος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο [[ισχνός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «[[ἄσαρκος]] [[τέττιξ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τροφή]] ή [[δίαιτα]]) όποιος δεν περιέχει [[κρέας]]<br /><b>2.</b> ο μη [[σαρκικός]], ο [[πνευματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄσαρκος]], -ον (Α)<br />ο [[σαρκώδης]] ή ο [[παχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-(αθροιστικό) <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[ἄσαρκος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο [[ισχνός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «[[ἄσαρκος]] [[τέττιξ]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[τροφή]] ή [[δίαιτα]]) όποιος δεν περιέχει [[κρέας]]<br /><b>2.</b> ο μη [[σαρκικός]], ο [[πνευματικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄσαρκος]], -ον (Α)<br />ο [[σαρκώδης]] ή ο [[παχύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-(αθροιστικό) <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:56, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM ἄσαρκος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός
2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ»)
αρχ.
1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας
2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σαρκος < σαρξ].
(II)
ἄσαρκος, -ον (Α)
ο σαρκώδης ή ο παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(αθροιστικό) + -σαρκος < σαρξ].