ἄσαρκος
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ἄσαρκον,
A without flesh, lean, opp. σαρκώδης, εὔσαρκος, πολύσαρκος, Hp.VM8, X.Cyn.4.1, Arist. Pr.867b34 (Sup.), Opp.C.1.474 (Sup.); φύλλον Thphr. HP 3.11.1 (Comp.); bare of flesh, Hp.Fract.18; ὀστᾶ Com.Adesp.1205; τέττιξ AP9.264 (Apollon. or Phil.): Comp., ib.5.101 (Marc. Arg).
2 not consisting in flesh, δίαιτα Epicur.Fr.464; τροφή Porph.Abst.1.1.
II (ἀ- copul.) fleshy, Lyc.154.
Spanish (DGE)
-ον
carnoso subst. ἄσαρκα = partes carnosas Hp.Mochl.3, Lyc.154.
-ον
I 1descarnado de un hueso, Hp.Fract.18, Com.Adesp.1205K., μέλη Plu.Prou.1.73, τέττιγξ AP 9.264 (Apollon.).
2 poco carnoso de la nariz, Hp.VM 18, στήθη X.Cyn.4.1, κεφαλή Arist.PA 656a14, δέρμα del cráneo, Arist.HA 491b2, πρόσωπον Arist.Phgn.807b17, Pr.867b34, φύλλον Thphr.HP 3.11.1
•de pers. o anim. delgado, enjuto ἀνδρες D.Chr.8.13, Ἀφροδίτη AP 5.102 (Marc.Arg.), σκυλάκων γένος Opp.C.1.474, κέφαλος del mújol Ael.NA 1.12
•de pers. subst. οἱ ἀσαρκότατοι = las personas muy delgadas Mnesith.Ath.17.16.
3 que no incluye la carne τροφή Porph.Abst.1.1.
II 1incorpóreo τύπος Fauorin.Cor.45
•inmaterial ἰδέα Hom.Clem.17.16
•espiritual παιδοποιία Eus.DE 1.9.
2 exento de verdadera humanidad, que carece de naturaleza humana ὁ Χριστός Leont.H.Monoph.M.86.1789D.
3 libre de apetitos carnales, célibe βίος Clem.Al.Strom.7.12.79.
III adv. ἀσάρκως = sin carecer de naturaleza humana ὁ κύριος ... οὐκ ἀ. ἐπεδήμησε τῷ κόσμῳ Apoll.Ep.Dion.8.
German (Pape)
[Seite 368] 1) fleischlos, mager, Xen. Cyn. 4, 1; Arist. probl. 6, 6; τέττιξ Apolld. 25 (IX, 264); compar., M. Arg. 11 (V, 102). – 2) sehr fleischig, Lycophr. 154.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non charnu, maigre.
Étymologie: ἀ, σάρξ.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM ἄσαρκος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός
2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ»)
αρχ.
1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας
2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σαρκος < σαρξ].
(II)
ἄσαρκος, -ον (Α)
ο σαρκώδης ή ο παχύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(αθροιστικό) + -σαρκος < σαρξ].
Greek Monotonic
ἄσαρκος: -ον (σάρξ), αυτός που δεν έχει σάρκα, ολιγόσαρκος, ισχνός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἄσαρκος: худой, тощий Xen., Arst., Plut.