κλάμα: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
(20)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλαύμα]], το (AM [[κλαύμα]], Μ και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλάμα]][ν]) [[κλαίω]]<br />το να κλαίει [[κανείς]], [[χύσιμο]] δακρύων από πόνο, [[λύπη]] ή και [[χαρά]], [[θρήνος]] (α. «μην του φωνάζεις, [[γιατί]] θα αρχίσει [[πάλι]] τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> [[παραγωγή]] αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη [[ενδεχομένως]] από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] τα κλάματα» ή «[[μπήγω]] τα κλάματα» — [[αρχίζω]] να [[κλαίω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κλάμα]] βγάνει [[πράμα]]» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταραχή]], [[θλίψη]], [[δυστυχία]] («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε [[δυστυχία]], <b>Αριστοφ.</b>).———————— <b>(II)</b><br />κλᾱμα και [[κλάμα]], τὸ (Α) [[κλώ]]<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] [[κλάσμα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλαύμα]], το (AM [[κλαύμα]], Μ και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλάμα]][ν]) [[κλαίω]]<br />το να κλαίει [[κανείς]], [[χύσιμο]] δακρύων από πόνο, [[λύπη]] ή και [[χαρά]], [[θρήνος]] (α. «μην του φωνάζεις, [[γιατί]] θα αρχίσει [[πάλι]] τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> [[παραγωγή]] αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη [[ενδεχομένως]] από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] τα κλάματα» ή «[[μπήγω]] τα κλάματα» — [[αρχίζω]] να [[κλαίω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κλάμα]] βγάνει [[πράμα]]» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταραχή]], [[θλίψη]], [[δυστυχία]] («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε [[δυστυχία]], <b>Αριστοφ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />κλᾱμα και [[κλάμα]], τὸ (Α) [[κλώ]]<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] [[κλάσμα]].
}}
}}

Revision as of 13:16, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) κλαίω
το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην του φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. παραγωγή αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη ενδεχομένως από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις
2. φρ. «βάζω τα κλάματα» ή «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω να κλαίω
2. παροιμ. «το κλάμα βγάνει πράμα» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη
αρχ.
ταραχή, θλίψη, δυστυχία («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε δυστυχία, Αριστοφ.).
(II)
κλᾱμα και κλάμα, τὸ (Α) κλώ
επιγρ. αντί κλάσμα.