κατάβα: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(2b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάβα]](ν) και κατέβα, τὸ (Μ)<br />[[κατέβασμα]], [[κάθοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του [[καταβαίνω]].———————— <b>(II)</b><br />[[κατάβα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' [[αντί]] κατάβηθι)<br />κατέβα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κατάβα]](ν) και κατέβα, τὸ (Μ)<br />[[κατέβασμα]], [[κάθοδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του [[καταβαίνω]].<br /><b>(II)</b><br />[[κατάβα]] (Α)<br />(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' [[αντί]] κατάβηθι)<br />κατέβα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:17, 8 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

κατάβα: ἀντὶ κατάβηθι, προστ. ἀορ. β΄ τοῦ καταβαίνω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. ao.2 att. de καταβαίνω.

Greek Monolingual

(I)
κατάβα(ν) και κατέβα, τὸ (Μ)
κατέβασμα, κάθοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη προστ. αορ. του καταβαίνω.
(II)
κατάβα (Α)
(ποιητ. τ. β' εν. προσ. προστ. αορ. β' αντί κατάβηθι)
κατέβα.

Greek Monotonic

κατάβα: αντί κατάβηθι, προστ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατάβᾱ: Arph. (= κατάβηθι) 2 л. imper. aor. 2 к καταβαίνω.