κανάτι: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(19)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br /><b>1.</b> μικρό πήλινο [[δοχείο]] νερού, [[λαγήνι]], [[σταμνί]] («ένα [[κανάτι]] [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κανάτια</i><br />χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί [[αντί]] για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους [[ρόφημα]] ή για το [[κρασί]] τους<br /><b>3.</b> [[ουροδοχείο]]<br /><b>4.</b> (στα Επτάνησα) [[μονάδα]] μετρήσεως υγρών χωρητικότητας 1.65 του γαλλικού λίτρου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στέκει [[κανάτι]]»<br />(για λαγούς ή κουνέλια) ορθώνεται στα [[πίσω]] πόδια<br />β) «βρέχει με το [[κανάτι]]» — βρέχει ραγδαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανάτα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>καβούρ</i>-<i>ι</i>].———————— <b>(II)</b><br />το<br />[[παραθυρόφυλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kanat</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br /><b>1.</b> μικρό πήλινο [[δοχείο]] νερού, [[λαγήνι]], [[σταμνί]] («ένα [[κανάτι]] [[νερό]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κανάτια</i><br />χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί [[αντί]] για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους [[ρόφημα]] ή για το [[κρασί]] τους<br /><b>3.</b> [[ουροδοχείο]]<br /><b>4.</b> (στα Επτάνησα) [[μονάδα]] μετρήσεως υγρών χωρητικότητας 1.65 του γαλλικού λίτρου<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «στέκει [[κανάτι]]»<br />(για λαγούς ή κουνέλια) ορθώνεται στα [[πίσω]] πόδια<br />β) «βρέχει με το [[κανάτι]]» — βρέχει ραγδαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κανάτα]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>καβούρ</i>-<i>ι</i>].<br /><b>(II)</b><br />το<br />[[παραθυρόφυλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kanat</i>].
}}
}}

Revision as of 13:19, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το
1. μικρό πήλινο δοχείο νερού, λαγήνι, σταμνί («ένα κανάτι νερό»)
2. στον πληθ. τα κανάτια
χάλκινα κασσιτερωμένα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί αντί για ποτήρια ή φλιτζάνια για το πρωινό τους ρόφημα ή για το κρασί τους
3. ουροδοχείο
4. (στα Επτάνησα) μονάδα μετρήσεως υγρών χωρητικότητας 1.65 του γαλλικού λίτρου
5. φρ. α) «στέκει κανάτι»
(για λαγούς ή κουνέλια) ορθώνεται στα πίσω πόδια
β) «βρέχει με το κανάτι» — βρέχει ραγδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανάτα + υποκορ. κατάλ. -ι, πρβλ. καβούρ-ι].
(II)
το
παραθυρόφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kanat].