κατεπάνω: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(20) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κατεπάνω]])<br /><b>επίρρ.</b> [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπ</i>-<i>άνω</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Μ [[κατεπάνω]])<br /><b>επίρρ.</b> [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπ</i>-<i>άνω</i>].<br /><b>(II)</b><br />[[κατεπάνω]], ὁ (Μ)<br />[[τίτλος]] πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή σε θέματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καπετάνιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
(Μ κατεπάνω)
επίρρ. εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπ-άνω].
(II)
κατεπάνω, ὁ (Μ)
τίτλος πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή σε θέματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καπετάνιος].