πολυκάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠκάρηνος:''' Επικ. [[πουλ]]-, -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ανθ. | |lsmtext='''πολῠκάρηνος:''' Επικ. [[πουλ]]-, -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] κεφάλια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[many]]-headed, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. πουλ-, ον,
A many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.
German (Pape)
[Seite 664] vielköpfig.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].
Greek Monotonic
πολῠκάρηνος: Επικ. πουλ-, -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ανθ.
Middle Liddell
many-headed, Anth.