στιβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''στῐβάδιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[στιβάς]] подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.
|elrutext='''στῐβάδιον:''' (ᾰ) τό [demin. к [[στιβάς]] подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[στιβάς]], Plut., Luc.]
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβάδιον Medium diacritics: στιβάδιον Low diacritics: στιβάδιον Capitals: ΣΤΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: stibádion Transliteration B: stibadion Transliteration C: stivadion Beta Code: stiba/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of στιβάς, Plu.Phil.4, Luc.Tox.31, App.BC1.61.

German (Pape)

[Seite 942] τό, dim. von στιβάς, Plut. Philop. 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στιβάς, Πλουτ. Φιλοπ. 4, Λουκ. Τόξ. 31.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de στιβάς.

Greek Monolingual

και στιβάδειον, τὸ, Α στιβάς, -άδος]
υποκορ. μικρή στιβάδαστιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.).

Greek Monotonic

στῐβάδιον: τό, υποκορ. του στιβάς, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

στῐβάδιον: (ᾰ) τό [demin. к στιβάς подстилка (из соломы, травы или листьев) Plut., Luc.

Middle Liddell

στῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of στιβάς, Plut., Luc.]