στιβάς

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβάς Medium diacritics: στιβάς Low diacritics: στιβάς Capitals: ΣΤΙΒΑΣ
Transliteration A: stibás Transliteration B: stibas Transliteration C: stivas Beta Code: stiba/s

English (LSJ)

στιβάδος, ἡ, (στείβω)
A bed of straw, bed of rushes, or bed of leaves, whether strewn loose (cf. Ev.Marc.11.8), or stuffed into a mattress, E.Hel. 798; χαμαιπετής Id.Tr.507; σχοίνων Ar.Pl.541; ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων μίλακι καὶ μυρρίναις Pl.R. 372b; χἁ σ. ἐσσεῖται πεπυκασμένα.. κνύζᾳ τ' ἀσφοδέλῳ τε Theoc.7.67, cf. 13.34.
b straw strewn at a sacrifice, hence as name of the ceremony, IG22.1368.48, al. (ii A.D.).
2 mattress, Hdt.4.71, Ar.Pl.663; ἐπὶ στιβάδος κατακείμενος Epicur.Fr.207; esp. one used by soldiers, Eup.254, Ar. Pax348, X.HG7.1.16, Plb.5.48.4.
3 generally, bed, Theopomp. Hist.166.
4 nest or lair of mice, Arat.1140; of the fish φυκίς, Arist.HA607b21.
5 grave, BCH13.37 (Iasus), 22.373 (Caria), Ath.Mitt.15.277 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 942] στιβάδος, ἡ, eine Streu, ein Lager von Stroh, Rohr, Binsen od. Blättern, die aufgeschüttet od. in eine Art Matratze gestopft wurden; Her. 4, 71; στιβάδα πρὸς χαμαιπετῆ, Eur. Troad. 507; σχοίνων, Ar. Plut. 541; στιβάδες, Pax 348, wo der Schol. zu vergl., nach dem, wie nach VLL., es bes. eine Streu ist, wie sie sich die Soldaten im Bivouak machen; ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων, Plat. Rep. II, 372 b; Xen. Cyr. 5, 2, 15 Hell. 7, 1, 16; Pol. 5, 48, 4, Lager zum Schlafen Antiphil. 44 (IX, 546); beim Essen, Agath. 18 (V, 267).

French (Bailly abrégé)

στιβάδος (ἡ) :
lit d'herbe, de paille, de feuillage, jonchée.
Étymologie: στείβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιβάς -άδος, ἡ [στείβω] dat. plur. στιβάδεσσιν Theocr. Id. 13.34 bed van bladeren of stro (dat is platgetrapt). strozak, matras.

Russian (Dvoretsky)

στῐβάς: άδος (ᾰ) ἡ подстилка (из соломы, травы или листьев) Her., Eur., Xen., Plat., Arst.

Greek Monolingual

η / στιβάς, στιβάδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων»)
2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης στιβάδα» β. «στιβάδα του κερατοειδούς»)
3. φρ. α) «ανατρεπτική στιβάδα»
αστρον. υποθετικό στρώμα της ατμόσφαιρας του Ηλίου με την ύπαρξη του οποίου ερμηνεύεται η παρατηρούμενη μετατροπή του φάσματος εκπομπής τών κατώτερων ηλιακών στρωμάτων σε φάσμα απορρόφησης
β) «ατομικό πρότυπο στιβάδων»
φυσ.-χημ. απλοποιημένη περιγραφή της περιφερειακής δομής τών ατόμων, σύμφωνα με την οποία τα ηλεκτρόνια καταλαμβάνουν ορισμένες εκτεταμένες περιοχές στον χώρο γύρω από τους θετικά φορτισμένους και μεγάλης πυκνότητας πυρήνες τους
γ) «πυρηνικό πρότυπο στιβάδων»
φυσ. περιγραφή της δομής τών ατομικών πυρήνων κατά αναλογία με το ατομικό πρότυπο τών στιβάδων, σύμφωνα με την οποία οι πυρήνες τών ατόμων αποτελούνται από πρωτόνια και νετρόνια κατανεμημένα σε ενεργειακές στάθμες οι οποίες θεωρούνται πλήρεις όταν περιέχουν 2, 8, 20, 28, 50, 82 ή 126 νουκλεόνια
αρχ.
1. υπόστρωμα, στρώμα από άχυρα, σχοίνα, φύλλα κ.ά. παρόμοια υλικά απλωμένα ή στιβαγμένα μέσα σε ραμμένο ύφασμα (α. «ἀντὶ δὲ κλίνης στιβάδα σχοίνων κόρεων μεστήν», Αριστοφ.
β. «κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμμένων μίλακί τε καὶ μυρίνναις», Πλάτ.
γ. «ἐπεὰν θέωσι τὸν νέκυν ἐν τῇσι θήκῃσι ἐπὶ στιβάδος», Ηρόδ.)
2. άχυρα διασκορπισμένα κατά τη διάρκεια μιας θυσίας, από όπου και πήρε την ονομασία της η τελετή
3. στρ. πρόχειρο στρώμα στρωμένο καταγής («κοιμωμένων oἱ μὲν πλείους ἐν αὐταῖς ταῖς στιβάσι κατεκόπησαν», Πολ.)
4. κρεβάτι
5. ποντικοφωλιά
6. κρύπτη ψαριού («ἡ φυκὶς... μόνη... τῶν θαλαττίων ἰχθύων στιβάδας ποιεῖται», Αριστοτ.)
7. τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του ρ. στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω» με επίθημα -ας, -άδος (πρβλ. στιλβάς). Η σημ. του αρχ. στιβάς «στρώμα από στοιβαγμένα άχυρα» (βλ. και λ. στοιβή), απ' όπου η νεοελλ. σημ. της λ. στιβάδα «μάζα ή σύνολο συμπυκνωμένων ομογενών πραγμάτων» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του στείβω: «συμπιέζω, συσσωρεύω, συμπυκνώνω» (βλ. και λ. στείβω)].

Greek Monotonic

στῐβάς: στιβάδος, ἡ (στείβω),
1. στρώμα από άχυρο, από σπάρτα ή από φύλλα, σε Ευρ., Θεόκρ.
2. στρώμα, κλίνη, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβάς: στιβάδος, ἡ, (στίβω) στρωμνή, ὑπόστρωμα ἐξ ἀχύρων, βούρλων ἢ φύλλων (πρβλ. στίπτη φυλλάς, Σοφ. Φιλ. 33), ἢ χύδην ἐξηπλωμένων (ἴδε Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ια΄, 8, ἔνθα ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι στιβὰς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ στοιβάς), ἤ κατεσκευασμένων εἰς στρῶμα ἐρραμμένον, Εὐρ. Ἑλ. 798· χαμαιπετὴς ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 507· χὰ στ. ἐσσεῖται πεπυκασμένα .. κνύζᾳ τ᾿ ἀσφοδέλῳ τε Θεόκρ. 7. 67, πρβλ. 13. 34. 2) στρῶμα, Ἡρόδ. 4. 71, Ἀριστοφ. Πλ. 663· μάλιστα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς στρατιώταις, Εὔπολ. ἐν «Ταξιάρχοις» 4 (ἔνθα ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 348, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 16· σχοίνων Ἀριστ. Πλ. 541· ἐπὶ στιβάδων σμίλακι καὶ μυρρίναις ἐστρωμένων Πλάτ. Πολ. 372Β. 3) καθόλου, στρωμνὴ, κοίτη, κλίνη, Θεοπόμπ. Ἱστ. 190. 4) ἡ φωλεὰ μυῶν, «ποντικοφωληά», Ἄρατ. 1139· ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 30, 4, Ἡσύχ.

Middle Liddell

στῐβάς, άδος, στείβω
1. a bed of straw, rushes, or leaves, Eur., Theocr.
2. a mattress, pallet, Hdt., Ar.

Chinese

原文音譯:stoib£j 士胎巴士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:站 步
字義溯源:樹枝,枝葉床,枝;源自(στέγω)X*=階,步)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 樹枝(1) 可11:8

English (Woodhouse)

pallet, a litter of straw, bed of leaves, bed of straw

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἡ, στιβάδος (=ἀχυρόστρωμα). Ἀπό τό στείβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

tomb

Albanian: varr; Arabic: قَبْر‎, ضَرِيح‎; Egyptian Arabic: تربة‎; Moroccan Arabic: قبر‎; Aramaic Classical Syriac: ܩܲܒ݂ܪܵܐ‎; Turoyo: ܩܰܘܪܳܐ‎; Armenian: դամբարան; Aromanian: tumbã, murmintu; Azerbaijani: məzar; Bashkir: ҡәбер; Belarusian: грабні́ца, магі́льня; Bulgarian: гробница; Burmese: ဂူ; Catalan: tomba; Chichewa: manda; Chinese Cantonese: 墳墓, 坟墓; Mandarin: 墳墓, 坟墓, 墓葬, 宅兆; Czech: hrobka; Dutch: tombe; Esperanto: tombo; Faliscan: cela; Finnish: hauta, hautakappeli, hautakammio; French: tombe, tombeau; Friulian: tombe; Galician: túmulo, sepulcro, tumba; Georgian: საფლავი; German: Grabmal, Gruft; Greek: τάφος, ταφικό μνημείο; Ancient Greek: ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολαὶ χθονός, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου; Hindi: क़ब्र; Hungarian: sír; Ido: tombo; Irish: tuama; Italian: tomba; Japanese: 墓, 墳墓; Kazakh: қабір; Khmer: ផ្នូរ, លេណក; Korean: 무덤, 분묘; Kurdish Northern Kurdish: mezel; Kyrgyz: мүрзө; Lao: ຂຸມຝັງສົບ, ຂຸມຜີ, ຂຸມເຮ່ວ; Latin: bustum; Macedonian: гробница; Malay: makam; Maore Comorian: kaɓuri; Maori: toma, toma tūpāpaku; Mongolian: бунхан; Norman: sépultuthe; Occitan: tomba; Persian: مزار‎, آرامگاه‎,قبر‎; Polish: grobowiec; Portuguese: túmulo, tumba, jazigo; Romanian: mormânt; Russian: гробница, склеп; Sardinian: molimentu, morimentu, molumentu, mulimentu, murimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: гро̏бница; Roman: grȍbnica; Slovak: hrobka; Slovene: grobnica; Sorbian Lower Sorbian: rownišćo, krypta; Spanish: tumba; Tajik: мақбара, қабр; Tetum: rate; Thai: ที่ฝังศพ; Turkish: mezar; Ugaritic: 𐎃𐎌𐎚; Ukrainian: гробниця; Urdu: قبر‎; Uzbek: maqbara, qabr; Vietnamese: mộ, lăng tẩm, phần mộ; Walloon: tombe; Welsh: bedd, beddrod; Yámana: wannače; Zazaki: mezel