ρηχός: Difference between revisions
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
(36) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />([[ῥηχός]]) ὁ, Α<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ῥαχός]].<br /> <b>(II)</b><br />-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[αβαθής]] («ρηχή [[θάλασσα]]»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επιπόλαιος]], [[επιφανειακός]], [[ελαφρόμυαλος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ρηχά</i><br />τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το [[βάθος]] δεν υπερβαίνει το [[μέσο]] [[ανάστημα]] του ανθρώπου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή [[δυσκολία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ιων. [[ῥηχός]] του <i>ῥᾱχός</i> «[[ακανθώδης]] [[θάμνος]], αγκαθωτά χαμόκλαδα» (<b>βλ.</b> και λ. [[ράχη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
(ῥηχός) ὁ, Α
ιων. τ. βλ. ῥαχός.
(II)
-ή, -ό, θηλ. και -ιά, Ν
1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα»)
2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά
τα αβαθή μέρη της θάλασσας, τών οποίων το βάθος δεν υπερβαίνει το μέσο ανάστημα του ανθρώπου
4. φρ. «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για κάποιον που απελπίζεται και με την παραμικρή δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιων. ῥηχός του ῥᾱχός «ακανθώδης θάμνος, αγκαθωτά χαμόκλαδα» (βλ. και λ. ράχη)].