ῥαχός
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ἡ (in codd. freq. ῥάχος, but the Ion. form ῥηχός Hdt.7.142, and the compd. εὔρρηχος show that it must be either ῥαχός or ῥᾶχος:—in EM703.1 ῥάχος, ὁ):—
A thorn-hedge, S.Fr.812 (pl.), X.Cyn.10.7, cf. Poll.1.225; in Hdt. l.c., ῥηχός is prob. palisade or wattled fence; brushwood, ῥαχὸς (Dor. acc. pl.) καὶ φρύγανα GDI5027 (Crete).
2 generally, twig, branch, of the vine, Thphr. CP 3.7.3; of the tamarisk, Hsch., Phot., dub. in Orph.Fr.31 ii 10.
II at Troezen, wild olive tree, Paus.2.32.10.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾱχός: -οῦ, ἡ, (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις πολλάκις ῥάχος, ἀλλ’ ὁ Ἰων. τύπος ῥηχὸς Ἡροδ. 7. 142, καὶ τὸ σύνθετον εΰρρηχος, δεικνύουσιν ὅτι πρέπει νὰ εἶναι ἢ ῥᾱχὸς ἢ ῥᾶχος· - παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 703. 1 φέρεται ῥάχος, ὁ)· - θάμνος ἀκανθώδης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μεγάλα δένδρα, ἐξ ὧν ξυλεύεταί τις, καὶ τὸν περίδρομον ἐξάπτειν ἀπὸ δένδρου ἰσχυροῦ καὶ μὴ ἐκ ῥάχου ξεν. Κυν. 10, 7. - περιληπτικῶς, φραγμὸς ἐξ ἀκανθῶν Σοφ. Ἀποσπ. 985, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 225· παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸ ῥηχὸς φαίνεται ὅτι σημαίνει φραγμὸν ἢ «φράκτην» ἐκ κλάδων συμπεπλεγμένων. 2) καθόλου, κλῆμα ἀμπέλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 3 (ἔνθα ὁ Schneid. διώρθωσε ῥαχοὺς ἀντὶ ῥάχας)· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Φώτ. ΙΙ. ἐν Τροιζῆνι ἡ ἀγρία ἐλαία, Παυσ. 2. 32, 10. (Ἴδε ἐν λ. ῥάχις).
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ·Βλ. ράχος.
Greek Monotonic
ῥᾱχός: Ιων. ῥηχός, -οῦ, ἡ, ακανθώδης, αγκαθωτός θάμνος, βάτος, σε Ξεν.· περιληπτικά, φράκτης από θάμνους ή φρύγανα, φράκτης από αγκάθια, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ῥᾱχός, Ionic ῥηχός, οῦ,
a thorn-bush, briar, Xen.:— collectively, a thorn-hedge, a wattled fence, Hdt.