τουτεί: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τουτεί:''' Δωρ. επίρρ. αντί [[ταύτῃ]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τουτεί:''' Δωρ. επίρρ. αντί [[ταύτῃ]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[doric for [[ταύτῃ]], Theocr.]
}}
}}

Revision as of 12:05, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1132] adv., dor. statt ταύτῃ, Theocr. 5, 103, = ἐκεῖ.

Greek Monolingual

και τουτεί Α
επίρρ. (δωρ. τ.) εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο, ουδ. της αντων. οὗτος + επιρρμ. κατάλ. -εῖ / -εί (πρβλ. παντ-εῖ)].

Greek Monotonic

τουτεί: Δωρ. επίρρ. αντί ταύτῃ, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[doric for ταύτῃ, Theocr.]