ἀθροιστέον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(2) |
(1a) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθροιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀθροίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να μαζέψει, να συλλεχθεί, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀθροιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀθροίζω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να μαζέψει, να συλλεχθεί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀθροίζω]],]<br />one must [[collect]], Xen. | |||
}} | }} |