ἀλετός: Difference between revisions
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀλετός:''' и [[ἄλετος]] (ᾰ) ὁ размол, помол Plut. | |elrutext='''ἀλετός:''' и [[ἄλετος]] (ᾰ) ὁ размол, помол Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀλέω]], a [[grinding]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A grinding, Plu.Ant.45; cf. ἀλητός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετός: ὁ, τὸ ἀλέθειν, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀλέθειν, Πλουτ. Ἀντων. 45˙ πρβλ. ἀλητός. ΙΙ. τὸ ἀλεσθὲν πρᾶγμα, ἄλευρον, Εὐστ. Πονημ. 260. 35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de moudre.
Étymologie: ἀλέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἄλετος Plu.2.289f, Hsch.
1 molienda Trypho Fr.113, Plu.Ant.45, l.c., Eust.Op.164.10, 260.36.
2 plu. cascabillo, residuo glos. a εἰαί Hsch.
Greek Monolingual
ἀλετός, ο (Α) ἀλῶ
1. το άλεσμα, η άλεση
2. το προϊόν του αλέσματος, το αλεύρι.
Greek Monotonic
ἀλετός: ὁ (ἀλέω), άλεσμα, σε Πλούτ.· πρβλ. ἀλητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀλετός: и ἄλετος (ᾰ) ὁ размол, помол Plut.