αἰγιπόδης: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
(1)
(1a)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰγῐπόδης:''' HH = [[αἰγίπους]].
|elrutext='''αἰγῐπόδης:''' HH = [[αἰγίπους]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[αἴξ, [[πούς]]<br />[[goat]]-footed, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 12:35, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

αἰγῐπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων πόδας αἰγείους, Ὕμ. Ὁμ. 18. 2, 37.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. αἰγίπους.
Étymologie: αἴξ, πούς.

Spanish (DGE)

(αἰγῐπόδης) -ου

• Morfología: [voc. αἰγιπόδη AP 6.57 (Paul.Sil.)]
de pies de cabrade Pan h.Pan.2, 37, AP l.c.

Greek Monotonic

αἰγῐπόδης: -ου, ὁ (αἴξ, πούς), αυτός που έχει πόδια κατσίκας, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

αἰγῐπόδης: HH = αἰγίπους.

Middle Liddell

[αἴξ, πούς
goat-footed, Hhymn.