τερψίχορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(4b)
(1b)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τερψίχορος:''' радующийся пляске, любящий танцы ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
|elrutext='''τερψίχορος:''' радующийся пляске, любящий танцы ([[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τερψί-χορος, ον,<br />enjoying the [[dance]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:15, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1095] tanzfroh, sich am Tanz, am Reigen ergötzend, freuend, Apollo, Hymn. (IX, 525, 20). S. Τερψιχόρη, N. pr.

Greek (Liddell-Scott)

τερψίχορος: -ον, καὶ α, ον, ὁ τερπόμενος, εὐφραινόμενος ἐπὶ τῇ ὀρχήσει, μάλιστα ἐπὶ τῇ χορικῇ ὀρχήσει τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime les danses.
Étymologie: τέρπω, χορός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χορος (< χορός), πρβλ. ἀλεξί-χορος].

Greek Monotonic

τερψίχορος: -ον, επίσης. -α, -ον, αυτός που ευφραίνεται με τον χορό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τερψίχορος: радующийся пляске, любящий танцы (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

τερψί-χορος, ον,
enjoying the dance, Anth.