καταισχυντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.
|elnltext=καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατ-αισχυντήρ, ῆρος,<br />a [[dishonourer]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταισχυντήρ Medium diacritics: καταισχυντήρ Low diacritics: καταισχυντήρ Capitals: ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: kataischyntḗr Transliteration B: kataischyntēr Transliteration C: kataischyntir Beta Code: kataisxunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dishonourer, δόμων A.Ag.1363.

German (Pape)

[Seite 1351] ῆρος, ὁ, der Beschimpfende, Entehrende, δόμων Aesch. Ag. 1336.

Greek (Liddell-Scott)

καταισχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἀτιμάζων, ἴδε ἐν λ. αἰσχυντήρ, δόμων κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1333.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui déshonore, gén..
Étymologie: καταισχύνω.

Greek Monolingual

καταισχυντήρ, ὁ (Α) καταισχύνω
αυτός που βρίζει, που ατιμάζει.

Greek Monotonic

καταισχυντήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ατιμάζει, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καταισχυντήρ: ῆρος ὁ осквернитель (δόμων Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταισχυντήρ -ῆρος, ὁ [καταισχύνω] onteerder:. δόμων van het huis Aeschl. Ag. 1363.

Middle Liddell

κατ-αισχυντήρ, ῆρος,
a dishonourer, Aesch.