χειμαρρώδης: Difference between revisions
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειμαρρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ. | |lsmtext='''χειμαρρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χειμαρ-ρώδης, ες [[εἶδος]]<br />like a [[torrent]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like a torrent, Str.9.1.24, 13.1.70.
Greek (Liddell-Scott)
χειμαρρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χείμαρρον, ποταμὸς χειμαρρώδης τὸ πλέον Στράβ. 400· χειμαρρῶδες ποτάμιον 616· χειμαρρώδους λιβάδος Εὐστάθ. 1374, 47.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un torrent.
Étymologie: χείμαρρος.
{{grml
|mltxt=-ες / χειμαρρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χειμάρρους / χείμαρρος
νεοελλ.
μτφ.
1. (για πρόσ. και για πράγμ.) ορμητικός σαν χείμαρρος (α. «είναι χειμαρρώδης στις αντιδράσεις του» β. «χειμαρρώδης λόγος»)
2. (για πρόσ.) ευφράδης («χειμαρρώδης ρήτορας»)
αρχ.
αυτός που ρέει σαν χείμαρρος.
}}
Greek Monotonic
χειμαρρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χείμαρρο, σε Στράβ.