λυγοτευχής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(3) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῠγοτευχής:''' сплетенный из ивовых прутьев, ивовый ([[κύρτος]] Anth.). | |elrutext='''λῠγοτευχής:''' сплетенный из ивовых прутьев, ивовый ([[κύρτος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῠγο-τευχής, ές [[τεύχω]]<br />made of withes, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A made of withes, κύρτος AP9.562 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠγοτευχής: -ές, πεποιημένος ἐκ λυγαρ~ιᾶς, κύρτος Ἀνθ. Π. 9. 562.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
travaillé avec de l’osier.
Étymologie: λύγος, τεύχω.
Greek Monolingual
λυγοτευχής, -ές (Α)
κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -τευχής (< τεῦχος < τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεο-τευχής, τοξο-τευχής].
Greek Monotonic
λῠγοτευχής: -ές (τεύχω), φτιαγμένος από λυγαριά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λῠγοτευχής: сплетенный из ивовых прутьев, ивовый (κύρτος Anth.).
Middle Liddell
λῠγο-τευχής, ές τεύχω
made of withes, Anth.