θελξίνους: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(16)
(1ab)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θελξίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>μικρό</i>-[[νους]]].
|mltxt=[[θελξίνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-[[νους]], <i>μικρό</i>-[[νους]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θελξί-νους, ουν<br />[[charming]] the [[heart]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui charme l’esprit ou le cœur.
Étymologie: θέλγω, νοῦς.

Greek Monolingual

θελξίνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νους, μικρό-νους].

Middle Liddell

θελξί-νους, ουν
charming the heart, Anth.