ποππυλιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποππῠλῐάζω:''' Δωρ. -άσδω, = το προηγ. I, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ποππῠλῐάζω:''' Δωρ. -άσδω, = το προηγ. I, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ποππῠλῐάζω, =[[ποππύζω]] I, Theocr.] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. -άσδω, = foreg. 1, ib.89.
German (Pape)
[Seite 682] dor. ποππυλιάσδω, = ποππύζω, Theocr. 5, 89, ποππυλιάσδει ἁδύ τι.
Greek (Liddell-Scott)
ποππῠλῐάζω: Δωρ. -άσδω, = τῷ προηγ. Ι, Θεόκρ. 5. 89.
Greek Monolingual
και, κατά δ. γρφ., παππυλιάζω, δωρ. τ. ποππυλιάσδω Α
συρίζω για να καλέσω ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του ποππύζω με επέκταση -λ- (πρβλ. βομβυλιάζω: βόμβος)].
Greek Monotonic
ποππῠλῐάζω: Δωρ. -άσδω, = το προηγ. I, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ποππῠλῐάζω, =ποππύζω I, Theocr.]