σπαργανιώτης: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σπαργᾰνιώτης:''' ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH. | |elrutext='''σπαργᾰνιώτης:''' ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,<br />a [[child]] in swaddling-[[clothes]], Hhymn. [from σπάργᾰνον] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A child in swaddlingclothes, h.Merc.301.
German (Pape)
[Seite 917] ὁ, Wickelkind, H. h. 2, 301, wie εἰραφιώτης gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, παιδίον ἐν σπαργάνοις, «φασκιωμένον», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 301· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ εἰραφιώτης.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
enveloppé de langes.
Étymologie: σπάργανον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
παιδί στα σπάργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον + επίθημα -ιώτης (πρβλ. στρατ-ιώτης)].
Greek Monotonic
σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, βρέφος που βρίσκεται στα σπάργανα, στις φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
σπαργᾰνιώτης: ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH.
Middle Liddell
σπαργᾰνιώτης, ου, ὁ,
a child in swaddling-clothes, Hhymn. [from σπάργᾰνον]