ἀμμότροφος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(2) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀμμότροφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄμμος]], [[τρέφω]]<br />growing in [[sand]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A growing in sand, AP4.1.20 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμότροφος: -ον, ὁ φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ἐν τῇ ἄμμῳ, Ἀνθολ. Π. 4. 1, 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit ou croît dans le sable.
Étymologie: ἄμμος, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον
que se cría en la arenade una planta AP 4.1.20 (Mel.).
Greek Monotonic
ἀμμότροφος: -ον (τρέφω), αυτός που μεγαλώνει στην άμμο, σε Ανθ.