ἀνθάμιλλος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνθάμιλλος:''' ὁ соперник Eur. | |elrutext='''ἀνθάμιλλος:''' ὁ соперник Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἅμιλλα]]<br />vying with, rivalling, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A vying with, rivalling, E.Ion606.
German (Pape)
[Seite 230] dagegen wetteifernd, Nebenbuhler, Eur. Ion. 606; Lycophr. 429.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον, (ἅμιλλα) ἀνταγωνιστής, ἀντίπαλος, Εὐρ. Ἴων 606: ― θηλ. τύπος, ἀνθαμιλλήτρια, ἡ, ἡ ἀντίζηλος, τινι Νικήτ. Χρον. 325Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rival.
Étymologie: ἀντί, ἅμιλλα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
rival τοῖς ἀνθαμίλλοις εἰσὶ πολεμιώτατοι E.Io 606, cf. Lyc.429.
Greek Monolingual
ἀνθάμιλλος, -ον (Α)
ανταγωνιστής, αντίζηλος, αντίπαλος.
Greek Monotonic
ἀνθάμιλλος: [ᾰ], -ον (ἅμιλλα), ανταγωνιστής, αντίπαλος, αντίζηλος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθάμιλλος: ὁ соперник Eur.
Middle Liddell
ἅμιλλα
vying with, rivalling, Eur.