ἁνία: Difference between revisions

From LSJ

Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut

Menander, Monostichoi, 77
m (Text replacement - "(\{\{Slater\n.*?)(\n\}\}\n\{\{Slater\n\|sltr=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
(1a)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁνία:''' (ᾱν) ἡ дор. = [[ἡνία]].
|elrutext='''ἁνία:''' (ᾱν) ἡ дор. = [[ἡνία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[doric for [[ἡνία]]<br />a [[rein]].
}}
}}

Revision as of 16:05, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡνία.

English (Slater)

ἁνῐα (ἡ) pl.,
   1 reins ἀκηράτοις ἁνίαις (P. 5.32) χεῖρα · τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις with full rein (I. 2.22)
ἁνῐα (τά)
   1 reinsἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” (P. 4.18) ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ (I. 1.15)

Spanish (DGE)

v. ἡνία.

Greek Monotonic

ἁνία: Δωρ. αντί ἡνία.

Russian (Dvoretsky)

ἁνία: (ᾱν) ἡ дор. = ἡνία.

Middle Liddell

[doric for ἡνία
a rein.