Ἀργολίζω: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀργολίζω:''' αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίρνω]] το [[μέρος]] των Αργείων, συντάσσομαι μαζί τους, σε Ξεν.
|lsmtext='''Ἀργολίζω:''' αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[παίρνω]] το [[μέρος]] των Αργείων, συντάσσομαι μαζί τους, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to [[take]] [[part]] with the Argives, Xen.
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀργολίζω Medium diacritics: Ἀργολίζω Low diacritics: Αργολίζω Capitals: ΑΡΓΟΛΙΖΩ
Transliteration A: Argolízō Transliteration B: Argolizō Transliteration C: Argolizo Beta Code: *)argoli/zw

English (LSJ)

   A take the part of the Argives, X.HG4.8.34, Ephor. 137.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀργολίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, λαμβάνω τὸ μέρος τῶν Ἀργείων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 34, Ἔφορ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λέξει Ἄργος.

French (Bailly abrégé)

être du parti des Argiens;
Ἀργολίς.

Greek Monotonic

Ἀργολίζω: αττ. μέλ. -ιῶ, παίρνω το μέρος των Αργείων, συντάσσομαι μαζί τους, σε Ξεν.

Middle Liddell

to take part with the Argives, Xen.