Λιβύηθε: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(3)
(1ba)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Λῐβύηθε:''' дор. Λῐβύᾱθε adv. из Ливии Theocr.
|elrutext='''Λῐβύηθε:''' дор. Λῐβύᾱθε adv. из Ливии Theocr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=from [[Libya]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

adv.
de la Libye.
Étymologie: Λιβύη, -θε.

Greek Monolingual

Λιβύηθε(ν) και δωρ. τ. Λιβύαθε(ν) (Α)
επίρρ. από τη Λιβύη («ὡς ὅκα τὸν Λιβύαθε ποτὶ χρόμιν ᾆσας ἐρίσδων», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβύη + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Λυκίη-θεν, Σπάρτη-θεν)].

Russian (Dvoretsky)

Λῐβύηθε: дор. Λῐβύᾱθε adv. из Ливии Theocr.

Middle Liddell

from Libya, Theocr.