αὐλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(3)
(1a)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐλίδιον:''' τό, υποκορ. του [[αὐλή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''αὐλίδιον:''' τό, υποκορ. του [[αὐλή]], σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Dim. of [[αὐλή]], Theophr.]
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλίδιον Medium diacritics: αὐλίδιον Low diacritics: αυλίδιον Capitals: ΑΥΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: aulídion Transliteration B: aulidion Transliteration C: avlidion Beta Code: au)li/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of αὐλή,

   A place of athletic exercises, ring, Thphr. Char.5.9.    II (αὐλός) small tube, Alex.Trall.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ αὐλή· τόπος ἔνθα ἐγίνοντο ἀθλητικαί ἀσκήσεις καὶ ἐπιδείξεις ῥώμης, Θεοφρ. Χαρ. 5. ΙΙ. (ἐκ τοῦ αὐλὸς) μικρὸς σωλήν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 6, σ. 61.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 tubo pequeño αὐλίδιόν τινες ἐμβάλοντες τῇ ἀκοῇ Alex.Trall.2.97.7, cf. Sch.D.T.227.21.
2 dim. de αὐλή patio pequeño, PNess.31.3, 41 (VI d.C.).

Greek Monotonic

αὐλίδιον: τό, υποκορ. του αὐλή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

[Dim. of αὐλή, Theophr.]