διασκώπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(4)
 
(1a)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκώπτομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Μέσ., [[αστειεύομαι]], [[περιπαίζω]], [[ανταλλάσσω]] περιπαικτικά σχόλια, λέω [[χωρατά]] εδώ και [[εκεί]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διασκώπτομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Μέσ., [[αστειεύομαι]], [[περιπαίζω]], [[ανταλλάσσω]] περιπαικτικά σχόλια, λέω [[χωρατά]] εδώ και [[εκεί]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψομαι<br />Mid. to [[jest]] one with [[another]], [[pass]] jokes to and fro, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 21:05, 9 January 2019

Greek Monotonic

διασκώπτομαι: μέλ. -ψομαι — Μέσ., αστειεύομαι, περιπαίζω, ανταλλάσσω περιπαικτικά σχόλια, λέω χωρατά εδώ και εκεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψομαι
Mid. to jest one with another, pass jokes to and fro, Xen.