Διόσδοτος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(4)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Διόσδοτος:''' -ον (δί-δωμι), αυτός που δίνεται από τον [[Δία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''Διόσδοτος:''' -ον (δί-δωμι), αυτός που δίνεται από τον [[Δία]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i> [[δίδωμι]]<br />given by [[Zeus]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δῐόσδοτος Medium diacritics: Διόσδοτος Low diacritics: Διόσδοτος Capitals: ΔΙΟΣΔΟΤΟΣ
Transliteration A: Diósdotos Transliteration B: Diosdotos Transliteration C: Diosdotos Beta Code: *dio/sdotos

English (LSJ)

ον, (δίδωμι)

   A given by Zeus, heaven-sent, αἴγλα Pi.P.8.96; σκῆπτρα A.Eu.626; γάνος Id.Ag.1391 (Porson): in Id.Th.946 the metre requires Διοδότων.

Greek (Liddell-Scott)

Διόσδοτος: -ον, (δίδωμι) δεδομένος ὑπὸ τοῦ Διός, Θεόσδοτος, οὐρανόπεμπτος, Πίνδ. Π. 8. 137. Αἰσχύλ. Εὐμ. 626· ἐν Θήβ. 948 τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ Διοδότων· περὶ τοῦ ἐν Ἀγ. 1391, ἴδε γάνος.

Greek Monotonic

Διόσδοτος: -ον (δί-δωμι), αυτός που δίνεται από τον Δία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

adj adj δίδωμι
given by Zeus, Aesch.