ἐγκοπεύς: Difference between revisions
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγκοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Luc. | |elrutext='''ἐγκοπεύς:''' έως ὁ резец ваятеля Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐγκοπεύς]], έως, [from εγκόπτω]<br />a [[tool]] for [[cutting]] [[stone]], [[chisel]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 9 January 2019
English (LSJ)
εύς, ὁ,
A tool for cutting stone, chisel, Luc.Somn.3.
German (Pape)
[Seite 709] ὁ, der Meißel, Luc. Somn. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοπεύς: έως, ὁ, λιθοξοϊκὸν ἐργαλεῖον πρὸς κοπὴν λίθων, κοπεύς, Λουκ. Ἐνύπν. 3.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: ἐγκόπτω.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ cincel Luc.Somn.3, cf. Sud.
Greek Monotonic
ἐγκοπεύς: -έως, ὁ, εργαλείο (λιθοξόου) κατάλληλο για κοπή λίθων, κοπίδι, σκαρπέλλο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκοπεύς: έως ὁ резец ваятеля Luc.
Middle Liddell
ἐγκοπεύς, έως, [from εγκόπτω]
a tool for cutting stone, chisel, Luc.