ἐγχαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐγχᾰράσσω:''' атт. ἐγχᾰράττω вырезывать, начертывать (τοὺς νόμους τοῖς ἄξοσι, γράμματα κατὰ τῶν λίθων Plut.; [[νόμισμα]] ἐγκεχαραγμένον Luc.).
|elrutext='''ἐγχᾰράσσω:''' атт. ἐγχᾰράττω вырезывать, начертывать (τοὺς νόμους τοῖς ἄξοσι, γράμματα κατὰ τῶν λίθων Plut.; [[νόμισμα]] ἐγκεχαραγμένον Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ξω<br />to [[engrave]] [[upon]] a [[thing]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχᾰράσσω Medium diacritics: ἐγχαράσσω Low diacritics: εγχαράσσω Capitals: ΕΓΧΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: encharássō Transliteration B: encharassō Transliteration C: egcharasso Beta Code: e)gxara/ssw

English (LSJ)

Att. ἐγχαράττω,

   A engrave, τινί upon a thing, D.H.2.55; ἐς στάλλαν IG12(2).67 (Mytilene); εἰς τὸ ἱερόν GDI2322.16 (Delph.), cf. Plu.Per.21, etc.; κατά τινος Id.Them.9; insert in a document, CPR19.18 (iv A.D.): metaph., imitate, ἐ. τὸν Ἀντισθένειον τύπον Jul.Or.7.217a:—Pass., τὰ ἐγκεχαραγμένα ἀγαθά OGI666.17 (i A.D.); μεγάλως ἐγκεχαραγμένος with a great record, Charito 2.6; of coins, Luc.Alex.58; δραχμαὶ ἐγκεχαραγμέναι γράμμασιν Ἑλληνικοῖς ἐπίσημα Peripl.M.Rubr.47; of soldiers, to be entered on a muster-roll, Agath.5.15.    II to make an incision into a thing, Gp.5.38.2; scarify, Antyll. ap. Orib.7.16.3.

German (Pape)

[Seite 712] eingraben, in Stein u. dgl.; εἴς τι, Plut. Pericl. 21 Rom. 21 Mar. 27; τινί, Alex. 4 D. Hal. 2, 55; κατά τινος, Plut. Them. 9; von einer Münze, νόμισμα ἐγκεχαραγμένον τῇ μὲν τοῦ Γλύκωνος, κατὰ θάτερα δὲ Ἀλεξάνδρου Luc. Alex. 58; μεγάλως ἐγκεχαραγμένος, hoch angeschrieben, Charit. 2, 6; einen Einschnitt machen in Etwas, Geopon.; schröpfen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: - ἐγχαράττω, ἐγκολάπτω, τινὶ Διον. Ἁλ. 2. 55· εἰς τὸ ἱερὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 1710Β, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 21, κτλ.· κατά τινος ὁ αὐτ. Θεμ. 9· - ποιῶ ἐντομήν, ἐντέμνω, Γεωπ. 5. 38, 2.

French (Bailly abrégé)

entailler ; graver ; τι qch ; εἴς τι, τινι, κατά τινος sur qch.
Étymologie: ἐν, χαράσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω

• Morfología: [lesb. aor. inf. pas. ἐνχαράχθην IG 12(2).67.13 (Mitilene II d.C.)]
I 1grabar, inscribir textos sobre diversas superficies, gener. c. dat. o rég. prep.:
a) sobre piedra (τὴν ὠνήν) ἐς τὸ ἱερόν FD 6.137.14, cf. 124.11 (ambas I d.C.), στήλαις ... τὰς ὁμολογίας D.H.2.55, cf. IG 22.1088.45 (II d.C.), κατὰ τῶν λίθων ... γράμματα Plu.Them.9, cf. IG 9(1).61.54 (Dáulide II d.C.), ἐν στήλαις ... μου τὴν γνώμην IEphesos 3803d.16 (IV d.C.), cf. Eus.HE 10.2.2, en v. pas. (τὸ δὲ ψάφισμα τόδε) ἐνχαράχθην ... ἐς στάλλαν IG l.c., cf. SB 8267.42 (I a.C.), ἐπί τινος μνήματος ἀσύμφωνα ἐγκεχαραγμένα στοιχεῖα Vit.Aesop.G 78, ὅσα δεῖ ... πράσσειν ... τῇδε τῇ στήλῃ ἐνκεχάρακται IPDésert 67.6 (I d.C.), cf. SEG 39.456.21 (Tespias II d.C.), τῆς ἐπιγραφῆς ἐνκεχαραγμένης τῇ σορῷ ISmyrna 246.4 (II d.C.), ἥπερ (κρίσις) ... ἐν τῷ ἱερῷ ... ἐνκεχαραγμένη ἐστίν FD 4.295.5.2 (II a.C.), τὰς παρανόμως ἐνκεχαραγμένας (ἐπιγραφάς) ἐκκολάψαι διὰ τοῦ δαμοσίου Sokolowski 3.174.10 (Calimna II d.C.)
subst. οὐδενὶ ἐξέσται ... ποιῆσαί τι ὑπεναντίον τοῖς ἐνκεχαραγμένοις IEphesos 2299.14;
b) sobre bronce o plomo προμαντείαν εἰς τὸν αὐτὸν λύκον Plu.Per.21, πλάκαν ἐς μολιβῆν ... ἐνχάραξον ὃ βούλει γενέσθαι PMag.7.433, cf. SB 4224.27 (I a.C.), en v. pas. ἃς (πράξεις) ἀπέλιπεν ἐπὶ Ῥώμης ἐγκεχαραγμένας χαλκαῖς στήλαις δυσίν Mon.Anc.Gr.tít., εἰς δέλτον χαλκῆν γράμματα ἐνκεχαραγμένα ἔστω FD 4.37B.25 (II a.C.);
c) sobre madera τοὺς ἄξονας, οἷς ἔμελλε Σόλων τοὺς νόμους ἐγχαράξειν Plu.2.779b, ἐν ξυλίνοις δέλτοις ... τοῦτο Wilcken Chr.281.44 (IV d.C.), en v. pas. κιβωτὸς ξυλίνη ... ἐνκεχαραγμένα ἔχουσα ὀνόματα ἀρχόντων ID 1426B.2.107 (II a.C.);
d) sobre otros soportes: sobre papiro escribir τοῖς αὐτοῖς βιβλίοις πρᾶγμα παράνομον Stud.Pal.20.86.18 (IV d.C.), cf. Manes 60.11, sobre una manzana, en v. pas., Aristaenet.1.10.31.
2 grabar, imprimir
a) figuras en distintas superficies con distintas técnicas: relieves en piedra ναῦς ἐγκεχαραγμένας τοῖς τάφοις Philostr.VA 1.24, ταλαμῶνι ... ἔχοντα (sic) ἐνκεχαραγμένους στεφάνους IApameia 116.3, emblemas en sellos ἔχουσι δὲ ἐπὶ τῇ δημοσίᾳ σφραγίδι τὸν ἕσπερον ἀστέρα ἐγκεχαραγμένον Str.9.3.1, marcas de caballo σημεῖον δέ οἱ ἦ βοὸς κεφαλὴ ἐγκεχαραγμένη Arr.An.5.19.5, cf. Aristox.Fr.87, marcas en la piel POxy.1680.12 (III/IV d.C.), emblemas en barcos τῶν ἐν ἑκάστῃ πόλει θεῶν τὰ παράσημα ... τοῖς πλοίοις PBeatty Panop.2.209 (III d.C.);
b) fig., c. ac. de abstr. ἐνεχάραξε τὸ θεῖον αὐτῷ Ps.Archyt.Pyth.Hell.44.8, ἡμῖν τὸ τῆς ... θεότητος κάλλος Cyr.Al.Luc.1.118.25, τὰς συμβουλίας τῇ ψυχῇ Them.Or.104d;
c) leyendas o figuras en monedas τῶν νομισμάτων τοῖς παλαιοτάτοις βοῦν ἐνεχάραττον Plu.Publ.11, Μιτυληναῖοι μὲν Σαπφὼ τῷ νομίσματι ἐνεχαράξαντο Poll.9.85, cf. D.C.44.4.4, en v. pas. νόμισμα καινὸν κόψαι ἐγκεχαραγμένον τῇ μὲν τοῦ Γλύκωνος, κατὰ θάτερα δὲ τοῦ Ἀλεξάνδρου acuñar nueva moneda con la efigie, por un lado, de Glicón, y por el otro, de Alejandro Luc.Alex.58, δραχμαὶ γράμμασιν Ἑλληνικοῖς ἐγκεχαραγμέναι ἐπίσημα τῶν μετ' Ἀλέξανδρον βεβασιλευκότων Peripl.M.Rubri 47.
3 c. ac. de pers. alistar, enrolar τοῦτο δὲ ἀποτίσαντες εὐθὺς ἐγχαράττονται ἀνεξετάστως Agath.5.15.5.
4 bot. sangrar, hacer una incisión en δρεπάνῳ ... τὸ πρέμνον ἐγχαράξομεν haremos una incisión con la podadera en el tronco de la vid Gp.5.38.2, en v. pas. συλλέγεται δὲ ὁ ὀπὸς ἐγχαρασσομένης τῆς ῥίζης Dsc.3.80.1.
5 medic. escarificar, sajar μέρη τοῦ σώματος ... φλεγμαίνοντα Gal.11.321, cf. Antyll. en Orib.7.16.3.
II en v. med. hacer grabar, mandar grabar (ἄγκυρα) ἣν Σέλευκος ἐνεχαράττετο τῇ γλυφῇ el ancla que Seleuco había hecho grabar en su sello real Clem.Al.Paed.3.11.59.

Greek Monolingual

και εγχαράζω (AM ἐγχαράσσω)
χαράζω, κάνω εντομές πάνω σε μέταλλο ή άλλο σκληρό υλικό
νεοελλ.
κάνω να αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μου
αρχ.
εντέμνω.

Greek Monotonic

ἐγχᾰράσσω: μέλ. -ξω, χαράσσω πάνω σε κάτι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχᾰράσσω: атт. ἐγχᾰράττω вырезывать, начертывать (τοὺς νόμους τοῖς ἄξοσι, γράμματα κατὰ τῶν λίθων Plut.; νόμισμα ἐγκεχαραγμένον Luc.).

Middle Liddell

fut. -ξω
to engrave upon a thing, Plut.