ἐκπαίδευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκπαίδευμα:''' ατος τό питомец Eur.
|elrutext='''ἐκπαίδευμα:''' ατος τό питомец Eur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐκπαίδευμα]], ατος, τό,<br />a [[nursling]], a [[child]], Eur. [from [[ἐκπαιδεύω]]
}}
}}

Revision as of 21:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαίδευμα Medium diacritics: ἐκπαίδευμα Low diacritics: εκπαίδευμα Capitals: ΕΚΠΑΙΔΕΥΜΑ
Transliteration A: ekpaídeuma Transliteration B: ekpaideuma Transliteration C: ekpaidevma Beta Code: e)kpai/deuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A nursling, child, E.Cyc.601.

German (Pape)

[Seite 771] τό, das Erzogene, Zögling, Eur. Cycl. 601.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαίδευμα: τό, τὸ ἐκπαιδευθὲν ἢ ἀνατραφέν, τέκνον, σὺ δ’, ὦ μελαίνης νυκτὸς ἐκπαίδευμ’, Ὕπνε Εὐρ. Κύκλ. 601.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourrisson, rejeton.
Étymologie: ἐκπαιδεύω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό criatura Νυκτὸς ἐ. del sueño, E.Cyc.601.

Greek Monolingual

ἐκπαίδευμα, το (Α)
1. αυτός που εκπαιδεύτηκε, που ανατράφηκε από κάποιον
2. τέκνο, παιδί.

Greek Monotonic

ἐκπαίδευμα: -ατος, τό, βρέφος, νήπιο, παιδί, τέκνο, μαθητούδι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπαίδευμα: ατος τό питомец Eur.

Middle Liddell

ἐκπαίδευμα, ατος, τό,
a nursling, a child, Eur. [from ἐκπαιδεύω