ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
(2) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi). | |elrutext='''ἐκσφρᾱγίζομαι:''' исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />Pass. to be [[shut]] out from, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 9 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53. II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
Greek Monolingual
ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
Greek Monotonic
ἐκσφρᾱγίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι — Παθ., αποκλείομαι, κλείνομαι έξω από, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκσφρᾱγίζομαι: исключаться, изгоняться (δόμων Eur. - in tmesi).