ἐξάγγελτος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξάγγελτος:''' сообщенный: ἐ. [[γενέσθαι]] Thuc. быть узнанным. | |elrutext='''ἐξάγγελτος:''' сообщенный: ἐ. [[γενέσθαι]] Thuc. быть узнанным. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξάγγελτος]], ον [from [[ἐξάγγελος]] <i>adj</i><br />told of, denounced, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A told of, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Th.8.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγγελτος: -ον, ἔκδηλος, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Θουκ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
annoncé, publié.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. descubierto ὅσοις τε ἐπιτύχοιεν ξυνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι apresaban a los que encontraban, para no ser descubiertos Th.8.14, cf. I.AI 18.318.
2 de cosas comunicado, notificado, revelado τάδε ... ἐξάγγελτα βασιλεῖ ἦν I.AI 17.44.
Greek Monolingual
ἐξάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐξάγγελτος: -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγγελτος: сообщенный: ἐ. γενέσθαι Thuc. быть узнанным.
Middle Liddell
ἐξάγγελτος, ον [from ἐξάγγελος adj
told of, denounced, Thuc.