ἐξηγητικός: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξηγητικός:''' разъясняющий, истолковывающий Sext. | |elrutext='''ἐξηγητικός:''' разъясняющий, истолковывающий Sext. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξηγητικός]], ή, όν<br />of or for [[interpretation]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for narrative, Diom. p.428K.: Comp. Adv. -ώτερον Antig.Mir.60. 2 explanatory, Hermog.Id.1.6, Alex. Aphr. in Metaph.358.13, S.E. M.9.132, etc. Adv. -κῶς ib.7.28. II ἐξηγητικά (sc. βιβλία), τά, title of work on religious rites by Anticlides, Plu.Nic.23: -κόν, τό, work by Timosthenes, Sch.A.R.3.847.
German (Pape)
[Seite 880] ή, όν, erklärend, auslegend, Schol. oft; Plut. Nic. 23 u. sonst τὰ ἐξηγητικά, Bücher um Erklären der Wunderzeichen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξηγητικός: -ή, -όν, ὁ περὶ τὴν ἐξήγησιν, ἑρμηνευτικός, περ’ τῶν μερῶν τῆς γραμματικῆς, Α. Β. 659, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 847. ΙΙ ἐξηγητικὰ (ἐνν. βιβλία), τά, βιβλία περὶ ἑρμηνείας οἰωνῶν, Πλουτ. Νικ. 23: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἑρμηνευτικῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à raconter ou à expliquer : τὰ ἐξηγητικά (βιβλία) PLUT traités de l’interprétation des songes.
Étymologie: ἐξηγέομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξηγητικός, -ή, -όν) εξηγητής
ερμηνευτικός, διασαφητικός («εξηγητικά σχόλια»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήγηση.
Greek Monotonic
ἐξηγητικός: -ή, -όν, ερμηνευτικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξηγητικός: разъясняющий, истолковывающий Sext.
Middle Liddell
ἐξηγητικός, ή, όν
of or for interpretation, Plut.