ἐξόριστος: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξόριστος:''' изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда. | |elrutext='''ἐξόριστος:''' изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξόριστος]], ον [[ἐξορίζω]]<br />[[expelled]], [[banished]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A expelled, banished, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι to be ruined by banishment, D. 21.105: c. gen., τῆς Ἰταλίας Plb.2.7.10; οἰκείων Porph.Abst.1.30. 2 put beyond the borders, of the dead body of a criminal, τὸν . . ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐ. ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Din.1.77.
German (Pape)
[Seite 887] über die Gränze gebracht, verwiesen; ἐξόριστον ἐκ τῆς γῆς ποιῆσαι Din. 1, 77; τῆς Ἰταλίας καταστῆσαι Pol. 2, 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόριστος: -ον, ἐξωρισμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐξόριστος ἀνῃρῆσθαι, νὰ καταστραφῇ ἐν τῇ ἐξορίᾳ, Δημ. 548. 27· τῆς Ἰταλίας... ἐξορίστους καταστῆσαι Πολύβ. 2. 7, 10. 2) ὁ ἔξω τῶν ὁρίων, ἐπὶ πτώματος κακούργου, τόν... ἀλιτήριον ἀποκτείναντες ἐξόριστον ἐκ τῆς πόλεως ποιῆσαι Δείναρχ. 100. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
banni.
Étymologie: ἐξορίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐξόριστος, -ον) εξορίζω
αυτός που ζει σε εξορία, εξορισμένος
αρχ.
(για κακούργο) αυτός του οποίου πέταξαν το πτώμα έξω από τα σύνορα της πατρίδας.
Greek Monotonic
ἐξόριστος: -ον (ἐξορίζω), εξόριστος, εξορισμένος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόριστος: изгнанный (τῆς Ἰταλίας πάσης Polyb.): ἐξόριστον ἀνῃρῆσθαι Dem. быть изгнанным навсегда.