ἐπιδιαρρήγνυμαι: Difference between revisions
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(2) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδιαρρήγνῠμαι:''' (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph. | |elrutext='''ἐπιδιαρρήγνῠμαι:''' (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2 -διερράγην<br />Pass. to [[burst]] at or [[because]] of a [[thing]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:15, 9 January 2019
English (LSJ)
aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,
A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.
Greek Monolingual
ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].
Greek Monotonic
ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαρρήγνῠμαι: (aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.