ἐπιρρητορεύω: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(2) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιρρητορεύω:''' ораторствовать, декламировать, разглагольствовать ([[τοιαῦτα]] καὶ τοσαῦτά τινι Luc.). | |elrutext='''ἐπιρρητορεύω:''' ораторствовать, декламировать, разглагольствовать ([[τοιαῦτα]] καὶ τοσαῦτά τινι Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[declaim]] [[over]], τί τινι Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:25, 9 January 2019
English (LSJ)
A declaim over, τί τινι Luc.Hist.Conscr.26; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8. II. introduce besides, τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρητορεύω: ῥητορεύω ἐπί τινος, ἐπάνω εἴς τινα, ὃς τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἐπερρητόρευσεν αὐτῷ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26· τι κατά τινος Ἀχ. Τάτ. 8. 8. ΙΙ. εἰσάγω πρὸς τούτοις ὡς ῥητορικὸν ἐπίλογον, Ἀθήν. 590Ε.
French (Bailly abrégé)
débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.
Étymologie: ἐπί, ῥητορεύω.
Greek Monolingual
ἐπιρρητορεύω (Α) ρητορεύω
1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι
2. προσθέτω στο τέλος του ρητορικού μου λόγου.
Greek Monotonic
ἐπιρρητορεύω: μέλ. -σω, ρητορεύω πάνω σε ένα θέμα, τί τινι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρητορεύω: ораторствовать, декламировать, разглагольствовать (τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά τινι Luc.).