εὔκριθος: Difference between revisions
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔκρῑθος:''' изобилующий ячменем ([[ἀλωά]] Theocr.; [[ἄρουρα]] Anth.). | |elrutext='''εὔκρῑθος:''' изобилующий ячменем ([[ἀλωά]] Theocr.; [[ἄρουρα]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὔ-κρῑθος, ον [[κριθή]]<br />[[rich]] in [[barley]], Theocr., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (κριθή)
A rich in barley, ἀλωά Theoc.7.34; ἄρουρα AP6.258.6 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 1076] gerstenreich, ^ ἀλωά, Theocr. 7, 34; ἄρουρα, Add. 1 (VI, 258).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρῑθος: -ον, (κριθὴ) πλούσιος εἰς κριθήν, Θεόκρ. 7. 34, Ἀνθ. Π. 6. 258.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en orge.
Étymologie: εὖ, κριθή.
Greek Monolingual
εὔκριθος, -ον (Α)
αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» — αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ-κριθος, σιτό-κριθος)].
Greek Monotonic
εὔκρῑθος: -ον (κριθή), πλούσιος σε κριθάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκρῑθος: изобилующий ячменем (ἀλωά Theocr.; ἄρουρα Anth.).