ἑτεροδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(4)
(1ab)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑτεροδιδάσκαλος:''' ὁ, αυτός που διδάσκει [[κάτι]] λανθασμένο, [[αιρετικός]].
|lsmtext='''ἑτεροδιδάσκαλος:''' ὁ, αυτός που διδάσκει [[κάτι]] λανθασμένο, [[αιρετικός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερο-[[διδάσκαλος]], ὁ,<br />one who teaches [[error]].
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1048] der Anderes lehrt, Irrlehrer, Euseb.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne une autre, une fausse doctrine.
Étymologie: ἕτερος, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

ἑτεροδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που δεν διδάσκει την αλήθεια, ο αιρετικός («διὰ τῆς τῶν ἑτεροδιδασκάλων ἀπάτης», Ευσ.).

Greek Monotonic

ἑτεροδιδάσκαλος: ὁ, αυτός που διδάσκει κάτι λανθασμένο, αιρετικός.

Middle Liddell

ἑτερο-διδάσκαλος, ὁ,
one who teaches error.