εὑρετέος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(2b) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]]. | |elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὑρετέος]], η, ον verb. adj. of [[εὑρίσκω]],]<br />to be discovered, [[found]] out, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be discovered, found out, Th.3.45.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.
Greek Monotonic
εὑρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετέος: adj. verb. к εὑρίσκω.
Middle Liddell
εὑρετέος, η, ον verb. adj. of εὑρίσκω,]
to be discovered, found out, Thuc.