ἐρείψιμος: Difference between revisions

From LSJ

πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρείψῑμος:''' развалившийся, рухнувший ([[στέγος]] Eur.).
|elrutext='''ἐρείψῑμος:''' развалившийся, рухнувший ([[στέγος]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρείψιμος]], ον [[ἐρείπω]]<br />thrown [[down]], in ruins, Eur.
}}
}}

Revision as of 23:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρείψιμος Medium diacritics: ἐρείψιμος Low diacritics: ερείψιμος Capitals: ΕΡΕΙΨΙΜΟΣ
Transliteration A: ereípsimos Transliteration B: ereipsimos Transliteration C: ereipsimos Beta Code: e)rei/yimos

English (LSJ)

ον,

   A thrown down, in ruins, στέγος E.IT48.

German (Pape)

[Seite 1025] ον, eingestürzt, πᾶν δ' ἐρ. στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας Eur. I. T. 58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρείψιμος: -ον, κατερριμμένος εἰς ἐρείπια, Εὐρ. Ι. Τ. 48.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe en ruines, qui s’écroule.
Étymologie: ἐρείπω.

Greek Monolingual

ἐρείψιμος, -ον (Α) έρειψη
γκρεμισμένος, πεσμένος σε ερείπια («πᾱν δ’ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐρείψιμος: -ον (ἐρείπω), αυτός που ρίχνεται κάτω, γκρεμισμένος, που σπάζει σε κομμάτια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρείψῑμος: развалившийся, рухнувший (στέγος Eur.).

Middle Liddell

ἐρείψιμος, ον ἐρείπω
thrown down, in ruins, Eur.