ἐχέτης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind. | |elrutext='''ἐχέτης:''' ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐχέτης]], ου,<br />= ὁ ἔχων, a man of [[substance]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].
Greek Monotonic
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.