θρασύμητις: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θρᾰσύμητις:''' ιδος adj. m отважный душой, смелый духом, мужественный ([[Ἄρης]] Anth.). | |elrutext='''θρᾰσύμητις:''' ιδος adj. m отважный душой, смелый духом, мужественный ([[Ἄρης]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θρᾰσύ-μητις, ιδος = θρᾰσυμήδης, Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,= foreg., AP6.324 (Leon. Alex.).
German (Pape)
[Seite 1216] Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύμητις: -ιδος, ἡ, = τῷ προηγ. Ἀνθ. Π. 324.
Greek Monolingual
θρασύμητις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μήτις «σύνεση, σκέψη»].
Greek Monotonic
θρᾰσύμητις: -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θρᾰσύμητις: ιδος adj. m отважный душой, смелый духом, мужественный (Ἄρης Anth.).
Middle Liddell
θρᾰσύ-μητις, ιδος = θρᾰσυμήδης, Anth.]